τοσούτσικος

τοσούτσικος
η , ο см. τοσούλης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τοσούτσικος" в других словарях:

  • τοσούτσικος — η, ο, Ν (δεικτ. αντων.) τόσος δα, τόσο μικρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • τοσούτσικος — η, ο τοσούλης, α, ικο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυννούτος — ον και ο, Α (επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ οῦτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»